- φλουορανθένιο
- το, Νχημ. τετρακυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, που απαντά στα ανώτερα κλάσματα τής απόσταξης τής λιθανθρακόπισσας και το οποίο είναι άχρωμο κρυσταλλικό στερεό που τήκεται στους 107° C και είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στο βενζόλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluoranthene < fluor- (< νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + -anthene (< anth-rac-ene < άνθρακας)].
Dictionary of Greek. 2013.